ωβά=αυγά,
ωβάζνε=γεννούν αυγά,
ωβάζω=γεννώ αυγά,
ώβασμαν=ωοτοκία,
ωβαστάριν=κοτέτσι,
ωβατσής=αβγουλάς,
ωβόν=αυγό,
ωβόπον=αβγουλάκι,
ωβότζεπλον=κέλυφος αβγού,
ωδίνα=συμφορά,
ώι=ωχ,
ώκνεινα=τεμπέλιαζα,
ώκνησα=τεμπέλιασα
ωκνώ=τεμπελιάζω,
ωλένα=αγκαλιά,
ωμέσα=ωμή,
ωμία=ώμοι,
ωμίν=ώμος,
ωμίτζ=ώμος,
ωμίτζαι=ώμοι,
ωμοπλάτ=ράχη,
ωμοπλατίτζ=ωμοπλάτη,
ωμόυπνος=αγουροξυπνημένος,
ωμόφορον=ωμοφόριο,
ωμόχλον=χλιαρό,
ωξίαζα=άξιζα,
ωράγα=φυλάχτηκα,
ωράγουμαι=φυλάγομαι,
ωράγουμνε=φυλαγόμουν,
ωράζω=φυλάγω,
ωράουμαι=φυλάγομαι,
ωράουμνε=φυλαγόμουν,
ώρας=ώρες,
ωρωματέστα=ονειρεύτηκα,
ωρωτέθα=ρωτήθηκα,
ως να=ώσπου να,
ώσαμε=μέχρι/ως,
ωσάν=όταν,
ωσπουτά=εφόσον/ενόσω,
ώστα=μέχρις ότου,
ωτία=αυτιά,
ωτίν=αυτί,
ωτόπον=αυτάκι,
ωτόπονος=πόνος αυτιού,
ωφέλανα=ωφελούσα,
ωφέλεσα=ωφέλησα,
ωφλάεμαν=στέναγμα,
ωφλαεύω=στενάζω,
ωφλαύω=στενάζω,
ώχλεψα=μετακίνησα,
ωχράζω=κιτρινίζω