υβρίζω=βρίζω,
ύβρισμαν=βρίσιμο,
υβρίστας=υβριστής,
υβριστέας=υβριστής,
υέβνε=συμφιλιώνονται,
υέβω=συμφιλιώνομαι,
υείαν=υγεία, υλέα=ύλη,
υλέε=δάσος,
υλιάκραι=άκρες δάσους,
ύλιζα=σούρωνα/στράγγιζα,
υλίζνε=στραγγίζουν,
υλίζω=στραγγίζω,
υλιστέρ=στραγγιστήρι,
υλιστέριν=στραγγιστήρι,
υλιστερόν=στραγγιστό,
υλιστή=στραγγιστήρι,
υλιστόν=στραγγισμένο γιαούρτι,
ύμνισμαν=όρκος,
υνάζω=εγγίζω/πληγώνω,
υναίκα=γυναίκα,
υναικίζω=παντρεύομαι,
υνίασμαν=πλήγωμα,
υπαντή=προϋπάντηση,
υπάντρεμαν=παντρειά,
υπαντρεύω=παντρεύω,
υπαντρία=παντρειά,
ύπαντρος=παντρεμένη,
υπερηφανεύκομαι=περηφανεύομαι,
υπερηφανεύκουμαι=περηφανεύομαι,
υπερηφανεύτα=περηφανεύτηκα,
υπερηφανία=περηφάνια,
υπερουσία=εργασία/δουλειά,
υπερυλίζω=ιδρώνω πολύ,
υπνάρης=υπναράς,
υπνάσκομαι=νυστάζω/υπνοβατώ,
υπνάσκουμαι=νυστάζω/υπνοβατώ,
υπνασμένος=υπνοβάτης,
υπνασμέντζα=υπνοβάτισσα,
υπνέας=υπναράς,
υπνού=υπναρού,
υπνωή=νύστα,
υπνώνω=νυστάζω,
ύπνωσα=νύσταξα,
υπόδ=υποπόδιο,
υπόδαι=υποπόδια,
υπόμενος=υπομονητικός,
υπόμονος=ανεκτικός,
ύποπτεσα=ύποπτη,
υποτάζω=υποτάσσω,
ύπουλεσα=ύπουλη,
υπουράναι=επουράνια,
υπουργέσα=υπουργίνα,
υποχοντρακός=νευρασθενικός,
υποψιάσκουμαι=υποψιάζομαι,
υποψιάστα=υποψιάστηκα,
υρικλώσκομαι=τριγυρίζω,
υρίκλωσμαν=τριγύρισμα,
υροκλώθω=στριφογυρίζω,
υρόκλωσμαν=στριφογύρισμα,
ύρος=γύρος,
υστέρ=κατόπιν/ύστερα,
υστεραία=ύστερα,
υστερία=ύστερα,
υστερινός=τελευταίος,
υστερμός=στέρηση,
υστερνά=στο τέλος,
υστερναίος=κατοπινός,
υστερνοκαίριν=φθινόπωρο,
υστερνοκάρι=στερνοπαίδι,
υστερνοπαίδ=στερνοπαίδι,
υστερνοπούλλ=στερνοπαίδι,
υστερνός=τελευταίος,
υφάδ=υφάδι,
υφαίνσιμον=ύφανση,
υφαίστρα=υφάντρα,
ύφαση=ύφανση,
υφαστικά=υφαντικά,
ύφοσατ=ύφος του,
ύφοσιμ=ύφος μου,
ύφοσις=ύφος σου,
ύψηλος=ύψος,
ύψωμαν=αντίδωρο