λαβάσ=λαγάνα,
λαβάσαι=λαγάνες,
λαγκάδ=λαγκάδι,
λαγκάδαι=λαγκάδια,
λαγκέβω=πηδώ,
λαγκέβνε=πηδούν,
λάγκεμαν=πήδημα,
λαδ=λάδι,
λάδαι=λάδια,
λαζούδ=καλαμπόκι,
λαζούδαι=καλαμπόκια,
λαήν=στάμνα,
λαήζω=κουνώ,
λαήζνε=κουνάνε,
λά(η)σκουμαι=κουνιέμαι,
λά(η)σκουνταν=κουνιούνται,
λαηστέρα=τραμπάλα,
λαλασία=ομιλία,
λαλίαν=λαλιά/φωνή,
λάλα=παλαβή,
λάλος=παλαβός,
λαλασέβω=καλοπιάνω,
λαλώ=προσκαλώ,
λάμνω=οργώνω,
λάμνε=οργώνουν,
Λαμπρή=Πάσχα,
λάμψιμον=όργωμα,
λανάρ=λανάρι,
λαρούμαι=γιατρεύομαι,
λαρούνταν=γιατρεύονται,
λαρώνω=γιατρεύω,
λαρώνε=γιατρεύουν,
λαρώνωσε=σε γιατρεύω,
λασ=είθε/εύχομαι,
λάσκουμαι=τριγυρνώ,
λάσκουνταν=τριγυρνάνε,
λασίον=τριγύρισμα,
λαταρίγουμαι=κουνιέμαι,
λαταρίγουνταν=κουνιούνται,
λαχμάζω=λαχανιάζω,
λαχμάζνε=λαχανιάζουν,
λάχταν=κλωτσιά,
λάχτας=κλωτσιές,
λαχτίζω=κλωτσώ,
λαχτίζνε=κλωτσούν,
λέατην=της λέει,
λέατον=του λέει,
λεβόρ=πικροδάφνη,
λεβόραι=πικροδάφνες,
λεγνέσα=αδύνατη,
λεγνός=αδύνατος,
λειβώνω=σκοτεινιάζω,
λειβών=σκοτεινιάζει,
λελέβω=να χαρώ,
λελέβνε=να χαρούν,
λελέβω σε=να σε χαρώ,
λελέβ σε=να σε χαρεί,
λελέβατον=να τον χαρώ,
λέλεκον=πελαργός,
λεμόν=λεμόνι,
λέν α=το λένε,
λένεμε=μου λένε,
λένεμας=μας λένε,
λέσμε ή λες με=μου λες,
λεντς=πόδι,
λέντσαι=πόδια,
λεοντάρ=λεοντάρι,
λεοντάραι=λεοντάρια,
λείβ=σύννεφο,
λείβαι=σύννεφα,
λειψεμάτια=λειψά/ελλειπή,
λεφτοκάρ=φουντούκι,
λεφτοκάραι=φουντούκια,
λέω=λέγω,
ληγάρια=γρήγορα,
λιβάδ=λιβάδι,
λιβάν=λιβάνι,
λιγούμαι=λιγώνομαι,
λιγούνταν=λιγώνονται,
λιθάρ=πέτρα,
λιθάραι=πέτρες,
λιθαρόπα=πετρίτσες,
λιμάν=λιμάνι,
λιμάναι=λιμάνια,
λινάρ=λινάρι,
Λισάφ=Ελισάβετ,
λιλίν=πέος,
λιφτέσα=ελαφρόμυαλη,
λιφτός=ελαφρόμυαλος,
λογαρέζω=λογαριάζω,
λογαρέζνε=λογαριάζουν,
λογαρία=λογαριασμός,
λόμαν=ρούχο,
λόματα=ρούχα,
λουσμέντσα=λουσμένη,
λοχούσα=λεχώνα,
λυγερέσα=λυγερή,
λυκοπάππος=προπάππος,
λυριτσής=λυράρης,
λυχνάρ=λυχνάρι,
λυχνάραι=λυχνάρια