ζα=ζώα,
ζαγάρ=ζαγάρι,
ζαλίγουμαι=ζαλίζομαι,
ζαλίγουνταν=ζαλίζονται,
ζαντέ=τρελέ,
ζαντέσα=τρελη,
ζαντίας=τρέλες,
ζαντίνω=τρελαίνομαι,
ζαντός=τρελός,
ζαρ=ζάρι,
ζαρκάδ=ζαρκάδι,
ζαρομύτς=στραβομύτης,
ζαρογούλτς=στραβολαίμης,
ζαρούδια=ζάρες,
ζατίμ=μα/σάμπως,
ζεβλίν=σιδερόβεργα ζυγού,
ζεβλία=σιδερόβεργες ζυγού,
ζεμία=ζημιά,
ζεμπίλ=ζεμπίλι,
ζέστε=ζέστη,
ζεστέαται=ζεσταίνεσαι,
ζηνίσ=χάντρα,
ζηνίσαι=χάντρες,
ζήσον=ζήσε,
ζιζάν=ζιζάνι,
ζορ=ζόρι/ δυσκολία,
ζίπκας=ποντιακή αντρική φορεσιά,
ζουμάρ=ζυμάρι,
ζουμπούλ=ζουμπούλι,
ζουρνά=κλαρίνο,
ζουρνάδας=κλαρίνα,
ζουμώνω=ζυμώνω,
ζουμώνε=ζυμώνουν,
ζωγρόν=υγρό,
ζωνάρ=ζωνάρι,
ζωνάραι=ζωνάρια,
ζώσκουμαι=ζώνομαι