δαβαίνω=προσπερνώ,
δαβαίνε=προσπερνούν,
δαβρίν=βέργα,
δαβρία=βέργες,
δακρ=δάκρυ,
δάκραι=δάκρυα,
δακόσαι=διακόσια,
δάκσον=δάγκωσε,
δάκω=δαγκώνω,
δάκνε=δαγκώνουν,
δέβασμαν=πέρασμα/διάβασμα,
δέβα=πήγαινε,
δεβάζω=διαβάζω,
δεβάζνε=διαβάζουν,
δέβολον=διάβολος,
δεκαέξ=δεκάξι,
δεκνίζω=δείχνω,
δεκνίζνε=δείχνουν,
δεκνίζω σε=σε δείχνω,
δελέγουμαι=μπερδεύομαι,
δελέγουνταν=μπερδεύονται,
δεματικόν=βέργα για δέσιμο του ξυλοδέματος,
δεξάμενον=νουνός,
δεξαμέντσα=νουνά,
δεξιματέα=βαφτιστικιά,
δεσκάλ=δάσκαλοι,
δεσκάλτσα=δασκάλα,
δέσον=δέσε,
δέσονατον=δέστον,
δεσπότς=δεσπότης,
δι και παιρ=δίνει και παίρνει,
δίγω=δίνω, δίνε=δίνουν,
δίγωσε=σε δίνω,
δικέλ=τσάπα,
διπλανέσα=διπλανή,
δουκάλ=καπίστρι,
δουλ=δούλοι,
δουλτς=δούλους,
δυ=δύο,
δύο ημ’ς=δυόμισι,
δύσα=δύση/τέλος,
δύσκολεσα=δύσκολη,
δωσ=δώσε,
δώσμε=δώσε μου